24/10/09

Παρασκευή απόγευμα στο Κέντρο


Ώρα 17:30. Μπαίνω στο σταθμό του Μετρό. Βιάζομαι. Ακολουθώ μηχανικά τους άλλους που τρέχουν. Μπαίνουμε στο βαγόνι . Κεφάλια σκυμμένα, βλέμματα άδεια, ζαρωμένα κοστούμια, ακουστικά στα αυτιά να καλύπτουν τις στριγκλιές του τρένου που φρενάρει. Το Σαββατοκύριακο είναι ακόμα μακριά.

Βγαίνω στην Εθνική βιβλιοθήκη και κατηφορίζω την Πανεπιστήμιου. Αυτοκίνητα παρατεταγμένα σαν σε παρέλαση. Ένα ποτάμι από μέταλλα που κυλάει αργά. Όλοι περπατούν γρήγορα. Σκοντάφτουν ο ένας πάνω τον άλλο. Βαδίζω στο βήμα του πλήθους. Στην Τρικούπη, τα αυτοκίνητα στρίβουν απότομα, αλλάζουν λωρίδες, άνθρωποι κυνηγούν πόρτες λεωφορείων ενώ οι τσάντες τους γλιστρούν από τους ώμους. Κόρνες, σειρήνες, μια ακατανόητη βοή. Η πόλη σε πολιορκία. Ο χρόνος είναι ο σκληρός αντίπαλος που πρέπει να κερδίσουμε.

Πριν την Ομόνοια ο ορίζοντας θολώνει απότομα σαν αόρατο σύνορο που χωρίζει την πόλη. Ανεβαίνω την Μπενάκη. Στο πεζοδρόμιο παραμερίζω για να μην με πατήσει μηχανάκι. Πλανόδιοι προσπαθούν να μου πουλήσουν ρολόγια, ομπρέλες, cd, λαχεία. Ένα κινούμενο παζάρι. Η ζωή στην πόλη μοιάζει με ταινία καρτούν. Φτάνω στο προορισμό μου.

Ώρα 20:15. Ακολουθώ την ανάποδη διαδρομή. Η νύχτα έχει αρχίσει ήδη να απλώνεται. Ανάβω τσιγάρο και περπατώ αργά. Κανείς δεν βιάζεται. Ο χρόνος πλέον δεν είναι πολυτέλεια, μπορείς να τον ξοδεύεις αλόγιστα. Η νύχτα σαν πέπλο κρύβει τα σκουπίδια, τη βρώμα, όλα όσα κάνουν την Αθήνα ανυπόφορη την ημέρα. Στα καφέ της Μπενάκη, οι espresso έχουν αντικατασταθεί με ποτά. Στο πάτο τους βουλιάζει η εβδομάδα που πέρασε.
Ανηφορίζω την Πανεπιστήμιου. Γυναίκες καλοντυμένες περπατούν αγκαζέ. Δήλωση ανεξαρτησίας. Στην Τρικούπη τα Μ.Α.Τ στήνουν το πρώτο οχυρό.

Λίγο πιο πάνω στα Εξάρχεια κάποια στιγμή το βραδύ θα ξεκινήσει ο κλεφτοπόλεμος. Εκεί η συμβίωση απαγορεύεται. Στο απέναντι πεζοδρόμιο βλέπω κρεμασμένες σε σκαλωσιές αφίσες κατασκευαστικών διπλά σε κρατικούς διαγωνισμούς. Το τσιμέντο είναι ο χρυσός αυτής της χώρας. Μπροστά από τις βιτρίνες τα κορίτσια ερωτεύονται κοσμήματα, ενώ τα αγόρια κολλούν τα μάτια τους σε αυτές δίχως να φοβούνται την απόρριψη. Οι καταστηματάρχες κάνουν τσιγάρο στο κεφαλόσκαλο περιμένοντας να τελειώσει η βάρδια. Έξω από το IDEAL έχει ουρά για το φεστιβάλ Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Περπατώ με το κεφάλι ψηλά, μαζεύω εικόνες. Προσπαθώ να μαντέψω τις σκέψεις των περαστικών. Άραγε κάνουν το ίδιο και εκείνοι?

Έξω από την Βιβλιοθήκη είναι τόπος συνάντησης. Όλοι μοιάζουν χαρούμενοι. Ίσως επειδή περιμένουν κάποιον. Κατεβαίνω τις σκάλες του Μετρό. Φωνές από νεανικές παρέες ακούγονται στο βάθος. Όταν είσαι νέος τα πας καλά με όλους. Όσο μεγαλώνεις αποστασιοποιείσαι. Στην αποβάθρα, κόβω βόλτες περιμένοντας το συρμό. Μέσα στο βαγόνι στριμωχνόμαστε. Όσοι είναι μόνοι λοξοκοιτάζουν εκείνους που γελάνε και αποστρέφουν το βλέμμα από τα ζευγάρια που φίλιουνται επιδεκτικά. Οι συγκρίσεις φέρνουν ζήλεια.

Κατεβαίνω στο τέρμα. Περιμένω κοιτάζοντας τον κόσμο να ξεμακραίνει. Θυμάμαι ένα βιβλίο που είχα διαβάσει. «Μοναχικές μεταλλικές ψυχές συναντιούνται, προσπερνούν η μία την άλλη και χωρίζουν για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ πια. Δεν ανταλλάσουν μεταξύ τους λόγια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου